- ἀσωματία
- ἀσωμᾰτ-ία, ἡ,A incorporeality, Porph.Abst.1.31, Iamb.Comm.Math. 15,33, Procl.in Prm.p.686S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσωματίᾳ — ἀσωματίᾱͅ , ἀσωματία incorporeality fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασωματία — ἀσωματία, η (AM) το να είναι κάποιος ασώματος, άσαρκος … Dictionary of Greek
ἀσωματίας — ἀσωματίᾱς , ἀσωματία incorporeality fem acc pl ἀσωματίᾱς , ἀσωματία incorporeality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωματίαν — ἀσωματίᾱν , ἀσωματία incorporeality fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)